- προεξάρχω
- ΝΜΑ1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού»)2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐξάρχω «κάνω αρχή, αρχίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.